10 Μαΐου 2007

Τζέημς Τζόυς: Οι νεκροί


Είχε πάλι αρχίσει να χιονίζει. Παρακολούθησε μισοκοιμισμένος τις νιφάδες , ασημένιες, ή ολόασπρες που έπεφταν κάθετα μπρος από το φως του φαναριού. Ήταν καιρός ν' αρχίσει το ταξίδι στα δυτικά. Οι εφημερίδες είχαν δίκιο. Το χιόνι ήταν γενικό σ' όλη την Ιρλανδία. Έπεφτε σ' όλη τη σκοτεινή πεδιάδα, παντού, στους άδενδρους λόφους, έπεφτε μαλακά στ' ανθρακωρυχεία του Άλλεν κι ακόμα δυτικότερα, έπεφτε πάνω στα σκοτεινά κι απείθαρχα κύματα του Σάνον. Έπεφτε ακόμα πάνω σε κείνο το απομονωμένο κοιμητήρι, πάνω στο λόφο, εκεί που ήταν θαμμένος ο Μάικλ Φάρευ, μαζεμένο και πυκνό πάνω στους σταυρούς και τις ταφόπετρες, στα σιδερένια κάγκελα, στα ζαρωμένα χαμόκλαδα. Η ψυχή του λιγοθυμούσε καθώς άκουγε να πέφτει το χιόνι σιγά-σιγά, να σκεπάζει το σύμπαν μαλακά, να σκεπάζει την Ιρλανδία....σα νά' ταν αυτή η τελευταία ώρα, το χιόνι έπεφτε μαλακά, πάνω σε ζωντανούς και πεθαμένους.
(Απόσπασμα από το τελευταίο διήγημα του βιβλίου "Οι Δουβλινέζοι".)

1 σχόλιο:

Τιπουκειτος είπε...

H τραγική ιστορία του δεκαεπτάχρονου Μάικλ που θυσίασε τη ζωή του για τον μεγάλο πλατωνικό έρωτά του. Στο κοιμητήρι που βρίσκεται ψηλά στο λόφο όπου βρίσκεται θαμμένος, το χιόνι που έπεφτε μαλακά όπως σ' όλη την Ιρλανδία, σκέπαζε και τον τάφο του. Σα να μην υπήρξε ποτέ ο Μάικλ ζωντανός, όμορφος και δυνατός. Ματαιότης ματαιοτήτων...!